- ἱκανή
- ἱκανόςsufficingfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱκανῇ — ἱκανός sufficing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκάνῃ — ἱκάνω come pres subj mp 2nd sg ἱκάνω come pres ind mp 2nd sg ἱκάνω come pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… … Dictionary of Greek
τηλέγραφος — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη μεταβίβαση μηνυμάτων στη μορφή διαδοχικών σημάτων, καθένα από τα οποία παριστάνει ένα γράμμα του αλφαβήτου ή ενός συνόλου γραμμάτων ή λέξεων. Ένα τηλεγραφικό σύστημα αποτελείται από μία διάταξη, η … Dictionary of Greek
αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… … Dictionary of Greek
δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες … Dictionary of Greek
επιταχυντής — Μηχάνημα που προσδίδει αρκετά υψηλή ενέργεια σε ατομικά ή υποατομικά σωματίδια με ηλεκτρικό φορτίο, όπως τα ηλεκτρόνια, τα πρωτόνια, τα δευτερόνια. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση της επιταχυντικής δράσης των ηλεκτρικών και ηλεκτρομαγνητικών… … Dictionary of Greek
κορεννύω — (ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.]) 1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.) 2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα τού χορτασμού ή… … Dictionary of Greek
κυτταρίνη — Γραμμικός πολυσακχαρίτης ο οποίος αποτελείται από μόρια γλυκόζης, ενωμένα μεταξύ τους με β γλυκοζιτικό δεσμό. Συναντάται σε μεγάλη αφθονία στη φύση, όπου συνιστά περίπου το ένα τρίτο ολόκληρης της φυτικής ύλης. Συγκεκριμένα αποτελεί το κύριο… … Dictionary of Greek
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek